- κονιαροπατημένος
- -η, -οαυτός που πατήθηκε από τους Κονιάρους, που έχει υποδουλωθεί στους Τούρκους («μη μέ μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε», δημ. τραγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κονιάρος + πατημένος (< πατάω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονιαροπατημένος — η, ο τουρκοπατημένος: Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, κονιαροπατημένε (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)